- επιπωμάτιση
- η (Α ἐπιπωμάτισις και ἐπιπωματισμός, ὁ) [επιπωματίζω]κάλυψη, έμφραξη, βούλλωμανεοελλ.(χειρουργ.) απόφραξη κοιλότητας ή πληγής που αιμορροεί ή πυορροεί με αποστειρωμένη γάζα ή βαμβάκι για σταμάτημα τής αιμορραγίας και προφύλαξη από μόλυνση.
Dictionary of Greek. 2013.